τρομοκρατικός

τρομοκρατικός
η , ό[ν] террористический;

τρομοκρατικές μέθοδοι — террористические методы;

τρομοκρατικό καθεστώς — режим террора


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τρομοκρατικός" в других словарях:

  • τρομοκρατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρομοκρατία ή στους τρομοκράτες (α. «τρομοκρατικές ενέργειες» β. «τρομοκρατικές οργανώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • τρομοκρατικός — ή, ό που σχετίζεται με την τρομοκρατία ή τους τρομοκράτες, εκφοβιστικός: Τρομοκρατικές οργανώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιτρομοκρατικός — ή, ό ο στρεφόμενος εναντίον της τρομοκρατίας και των τρομοκρατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + τρομοκρατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • εκφοβιστικός — ή, ό που προκαλεί το φόβο ή που γίνεται για εκφοβισμό, τρομοκρατικός: Ανώνυμο εκφοβιστικό τηλεφώνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»